ρεμπέκ

ρεμπέκ
το, και ρεμπέκα και ρεβέκα, η, Ν
μουσ. χορδόφωνο μουσικό όργανο με δοξάρι τής μεσαιωνικής και πρώιμης αναγεννησιακής μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rebec / rebeck < μσν. γαλλ. rebec, αραβ. rebāb (βλ. λ. ραμπάμπ) πιθ. κατ' επίδραση τού γαλλ. bec «ράμφος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρεβέκα — η, Ν βλ. ρεμπέκ …   Dictionary of Greek

  • Σολβέ, Ερνέστ — (Solvay). Βέλγος χημικός (Ρεμπέκ Ρογκαίν, Βραβάντη 1838 Βρυξέλλες 1922). Ασχολήθηκε ειδικά με τα τεχνικά προβλήματα της βιομηχανικής χημείας και επινόησε λύσεις ικανές να αποδώσουν προϊόντα με ποιοτικά και οικονομικά πλεονεκτήματα. Τα 95% της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”