- ρεμπέκ
- το, και ρεμπέκα και ρεβέκα, η, Νμουσ. χορδόφωνο μουσικό όργανο με δοξάρι τής μεσαιωνικής και πρώιμης αναγεννησιακής μουσικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rebec / rebeck < μσν. γαλλ. rebec, αραβ. rebāb (βλ. λ. ραμπάμπ) πιθ. κατ' επίδραση τού γαλλ. bec «ράμφος»].
Dictionary of Greek. 2013.